- πρόβραχυς
- ο, ΝΑ(ενν. πους) είδος μετρικού πόδα ο οποίος αποτελείται από πέντε συλλαβές, από τις οποίες η πρώτη είναι βραχεία και οι υπόλοιπες τέσσερεις μακρές, δηλ. U- - - -[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + βραχύς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βραχύς — εία, ύ (AM βραχύς, εῑα, ύ) 1. αυτός που έχει μικρό μήκος ή ύψος, κοντός 2. (για χρόνο) σύντομος 3. «βραχεία συλλαβή» ή «βραχύ φωνήεν» συλλαβή ή φωνήεν των οποίων η προφορά διαρκεί συντομότερο χρόνο από άλλες συλλαβές ή φωνήεντα αρχ. 1. (για… … Dictionary of Greek